- παρασήμων
- παράσημονmarginal markneut gen plπαράσημοςmarked amissmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεμβολή — η 1. δερμάτινο ή μεταλλικό δαχτυλίδι για τη συγκράτηση ιμάντα σαμαριού ή εξαρτήσεως 2. στενή μεταλλική πλάκα που προσαρμόζεται στην ταινία παρασήμων και αναγράφει τη μάχη στην οποία ανδραγάθησε ο παρασημοφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον … Dictionary of Greek
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek
μεγαλόσταυρος — ο 1. ανώτατος βαθμός πολλών παρασήμων 2. ο τιμημένος με το παράσημο αυτό 3. (σκωπτικά) η σύφιλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
παρασημογραφία — η έρευνα και μελέτη τών παρασήμων και οικοσήμων που υπήρξαν κατά την διάρκεια τών διαφόρων περιόδων τής ιστορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + γραφία*] … Dictionary of Greek
Βαν Φλιτ, Τζέιμς — (James Van Fleet, Κοΐτεσβιλ, Νιου Τζέρσι 1893 – 1978). Αμερικανός στρατιωτικός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ. Δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές των ΗΠΑ. Έλαβε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας (1944), ως … Dictionary of Greek
Γκέρινγκ, Χέρμαν — (Hermann Göring, Ρόζενχαϊμ 1893 – Νυρεμβέργη 1946). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε οικονομικά στο Μόναχο και υπηρέτησε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1921 προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα και έγινε γρήγορα ένας από τους ηγέτες του. Αφού… … Dictionary of Greek
Ερμιτάζ — Κρατικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού της Ρωσίας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αρχικός πυρήνας του ήταν τα έργα τέχνης που συγκέντρωσε η Αικατερίνη B’… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Λεόνοφ, Αλεξέι Αρκίποβιτς — (Alexei Arkhipovich Leonov, Κεμέροβο 1934 –). Ρώσος κοσμοναύτης. Ο Λ. είναι ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε έξοδο από διαστημόπλοιο στο Διάστημα. Μετά τις σπουδές του στη στρατιωτική σχολή της πόλης Τσουγκούγεφ, υπηρέτησε στη σοβιετική… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek